ανέσπερος

ανέσπερος
hiç batmayan

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανέσπερος — η, ο (Μ ἀνέσπερος, ον) 1. αυτός που δεν δύει, δεν βασιλεύει ποτέ 2. εκείνος που έχει παντοτινή λάμψη …   Dictionary of Greek

  • ανέσπερος — η, ο αυτός που δε βασιλεύει ποτέ, που πάντα λάμπει: Η αρχαία ελληνική λογοτεχνία φωτίζει και σήμερα με το ανέσπερο φως της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβράδιαστος — η, ο [βραδιάζω] 1. αυτός που δεν τόν βρήκε το βράδυ, που φτάνει κάπου πριν βραδιάσει 2. μτφ. αυτός που ποτέ δεν δύει, αβασίλευτος, ανέσπερος, πάντα φωτεινός, αιώνιος …   Dictionary of Greek

  • ανύχτωτος — η, ο 1. αυτός που δεν νυχτώθηκε, δεν τον έπιασε η νύχτα 2. όποιος δεν έχει νύχτα, ο ανέσπερος …   Dictionary of Greek

  • αβράδιαστος — η, ο 1. εκείνος που δε βραδιάστηκε, που έφτασε κάπου πριν βραδιάσει: Καταφέραμε και φτάσαμε στο χωριό αβράδιαστοι. 2. αυτός που είναι χωρίς βράδυ, ανέσπερος. 3. μτφ., ατελείωτος: Η μέρα εκείνη ήτανε μέρα αβράδιαστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”